αγριεμάρα

αγριεμάρα
η , αγριεμός ο , αγρίε(υ)μα τό
1) раздражение; гнев; ярость;

τί αγριεμάρα είναι αυτό; — что привело тебя в ярость?;

2) запугивание, устрашение (кого-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγριεμάρα" в других словарях:

  • αγριεμάρα — η (πάντοτε με παθητ. σημ.) ο φόβος που νιώθει κανείς κάτω από ορισμένες συνθήκες, το αγρίεμα, ο αγριεμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρίεμα ή αγριεμός] …   Dictionary of Greek

  • -μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»